-
1 χαῦνος
χαῦνος, 3, auch 2 Endgn, wie Plat. Legg. V, 728 e, aus einander klaffend, fallend, erschlafft, locker, lose, schwammig, aufgedunsen; χαῦνόν τι Ar. Av. 819, wo der Schol. es πλατὺ καὶ μέγιστον erkl., τὰ γὰρ χαῦνα εἰς πλατὺ ἁπλοῦται; Plat. ὅσα τὴν συστροφὴν χαύνην λαμβάνει Polit. 282 e. – Uebtr., weichlich, χαῦνον δέμας κρατύνειν Paul. Sil. 74 (VII, 307); nachlässig, thöricht, νοῦς Solon. frg. 19, 1, χαῦνα ἐφράσαντο bei Plut. Sol. 16. 30; πραπίς Pind. P. 2, 61; τέλος N. 8, 45, ein eitles, nichtiges Ziel; τὰ μὲν χαύνους τὰς ψυχὰς καὶ ϑρασείας ποιεῖ; im Ggstz von ταπεινάς, Plat. Legg. V, 728 e; ἐλπίς Ep. VII, 341 e.
-
2 εὔρῑπος
εὔρῑπος, ὁ, die Meerenge, bes. die, welche Euböa vom Festlande trennt (s. nom. pr.); auch ὁ εὔριπος τῶν Μυτιληναίων, Xen. Hell. 1, 6, 22; u. allgem., κατὰ τοὺς εὐρίπους καὶ πορϑμούς, Arist. mund. 4; Sp. Wassergraben, Kanal, Paus. 3, 14, 8; D. Hal. 3, 68. – Weil in den Meerengen, bes. bei Euböa, der Wechsel von Fluth u. Ebbe besonders sichtbar ist (nach Strab. IX, 403 siebenmal in einem Tage), sagt Aesch. πλείους τραπόμενος τροπὰς τοῦ Εὐρίπου παρ' ὃν ᾤκει, 3, 90, u. Thom. Mag. bemerkt τὸν χαῠνον καὶ μὴ ἐπὶ τῆς αὐτῆς γνώμης πεπηγότα εὔριπον λέγομεν; vgl. τῶν τοιούτων μένει τὰ βουλεύματα καὶ οὐ μεταῤῥεῖ ὥςπερ εὔριπος Arist. eth. 9, 6; ἄστατα καὶ ἀβέβαια Εὐρίπου τρόπον Hipparch. Stob. fl. 108, 81; Liban. ep. 533.
См. также в других словарях:
χαῦνον — χαῦνος porous masc acc sg χαῦνος porous neut nom/voc/acc sg χαῦνος porous masc/fem acc sg χαῦνος porous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαυκρός — ά, όν, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἁβρός». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σαυκρός (πρβλ. θαλυ κρός), όπως και ο τ. «σαυχμόν σαχνόν, χαῦνον, σαθρόν, ἀσθενές» με διαφορετικό επίθημα (πρβλ. αὐχμός) και διαφορετική σημασία (πρβλ. αρχ. ινδ. sūksma «αδύνατος, λεπτός») είναι… … Dictionary of Greek
σαυχμόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «σαχνόν, χαῡνον, σαθρόν, ἀσθενές». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. σαυκρός] … Dictionary of Greek
σαύνιον — και σαυνίον, τὸ, Α 1. ακόντιο, ιδίως βαρβαρικό («θηρεύουσι δὲ σαυνία ἀφ ἵππων βάλλοντες», Στράβ.) 2. μτφ. (με κωμ. σημ.) το ανδρικό μόριο 3. (κατά τον Ησύχ.) «σαθρόν, χαῡνον, ἀσθενές». [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης] … Dictionary of Greek
χαύνος — η, ο / χαῡνος, αύνη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. (για πρόσ.) πνευματικά νωθρός, αποκοιμισμένος, αποβλακωμένος 2. (για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις) άτονος, χαλαρός (α. «σε μια προσήλωση ως κρατεί χαύνο το πνεύμα», Μαλακ. β. «σύμπασιν δ ὑμῑν… … Dictionary of Greek